Σέργιος

Σέργιος
Σέργιος ο
Сергий –
1) имя некоторых святых Православной Церкви;
2) мужское имя
Этим.
< лат. Sergius, происхождение имени неизвестно

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Σέργιος" в других словарях:

  • Σέργιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σέργιος — I Όνομα πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης. 1. Σ. ο A’. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (610 638) από τη Συρία, από τις αξιολογότερες προσωπικότητες που ανέβηκαν στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Σε μια εποχή ιδιαίτερα κρίσιμη, τόσο από… …   Dictionary of Greek

  • Τσελιμπιντάκε, Σέργιος — (Ρόμαν, Μολδαβία 1912). Ρουμάνος διευθυντής ορχήστρας, ελληνικής ίσως καταγωγής Eμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1942 και, ύστερα από τρία χρόνια, διηύθυνε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου. Ερμηνεύοντας στην αρχή κάπως ελεύθερα το μουσικό… …   Dictionary of Greek

  • Γυαλίστρας, Σέργιος — (1888 – 1964). Στρατιωτικός. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και στη σχολή πυροβολικού του Μετς (Γαλλία). Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Αποστρατεύτηκε το 1940, αλλά ανακλήθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • Κατιλίνας, Λεύκιος Σέργιος — (Lucius Sergius Catilina, 108; π.Χ. – Πιστωρία 62 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Έγινε γνωστός από τη συνωμοσία που φέρει το όνομά του. Καταγόταν από οικογένεια πατρικίων που είχε χάσει την περιουσία της και ήταν οπαδός και δραστήριος συνεργάτης του… …   Dictionary of Greek

  • Μακραίος, Σέργιος — (Φουρνάς Αγράφων 1735; – Κωνσταντινούπολη 1819). Λόγιος, συγγραφέας και εκπαιδευτικός. Μετά τις στοιχειώδεις σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, φοίτησε στη Μπαλαναία σχολή των Ιωαννίνων και αργότερα στην Αθωνιάδα σχολή, όπου τα χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • Σαζόνοφ Σέργιος Δημήτριεβιτς — Ρώσος πολιτικός (1860 1927). Διατέλεσε πρεσβευτής του τσάρου στο Βατικανό και το 1910 διορίστηκε υπουργός των Εξωτερικών. Δυο χρόνια αργότερα πέτυχε τη διεύρυνση της γαλλορωσικής συμμαχίας με την προσχώρηση σ’ αυτή της Αγγλίας. Στη διάρκεια των… …   Dictionary of Greek

  • Сергий Павел — (Σέργιος Παϋλος, Деян. Ап. XIII, 7) проконсул острова Кипра, обращенный апост. Павлом к вере во Христа и принявший крещение. Когда С. Павел изъявил желание слышать слово Божие, находившийся при нем лжепророк, иудей Вариисус, старался отвратить… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Σεργίου — Σέργιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεργίῳ — Σέργιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σέργιε — Σέργιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»